ὑννιμάχος — fighting with a ploughshare masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υννιμάχος — ον, Α (για γεωργό) αυτός που μάχεται με το υνί, δηλαδή αυτός που οργώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕν(ν)ις «υνί» + μάχος (< μάχομαι, πρβλ. ξιφο μάχος] … Dictionary of Greek